τριπρόσωπος — three faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπρόσωπος — η, ο 1. που έχει τρία πρόσωπα, που εμφανίζεται με τρεις μορφές: Τριπρόσωπος δαίμονας. 2. που αποτελείται από τρία πρόσωπα, από τρεις ανθρώπους: Τριπρόσωπη συντροφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριπρόσωπον — τριπρόσωπος three faced masc/fem acc sg τριπρόσωπος three faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπρόσωπα — τριπρόσωπος three faced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπρόσωπε — τριπρόσωπος three faced masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
τρίσχημος — ον, Α αυτός που εμφανίζεται με τρία σχήματα, τρίμορφος, τριπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος] … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
ДЕИСУС — со святыми на плях. Икона. XI в. (мон рь вмц. Екатерины на Синае) Деисус со святыми на плях. Икона. XI в. (мон рь вмц. Екатерины на Синае)Деисус [греч. δέησις моление], образ, в к ром разные святые предстательствуют перед Христом за род… … Православная энциклопедия